- ανακατανέμω
- κατανέμω εκ νέου, ενεργώ ανακατανομή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + κατανέμω.ΠΑΡ. ανακατανομή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανακατανομή — η [ανακατανέμω] η εκ νέου κατανομή, η νέα, δικαιότερη κατανομή (ωφελημάτων ή υποχρεώσεων) … Dictionary of Greek